- εξελικτισμός
- ο(βιολ.), η θεωρία της εξέλιξης, ο μεταμορφισμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξελικτισμός — ο 1. βιολ. θεωρία που επεξηγεί την εξέλιξη τών ειδών στη διάρκεια τών αιώνων 2. ανθρωπολογική και κοινωνική θεωρία κατά την οποία όλοι οι πολιτισμοί είναι αποτέλεσμα μιας συνεχούς διαδικασίας εξέλιξης. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξέν. όρου (πρβλ. γαλλ.… … Dictionary of Greek
Μπερξόν, Ανρί — (Henri Bergson, Παρίσι 1859 – Οτέιγ, Παρίσι 1941). Γάλλος φιλόσοφος, εβραϊκής καταγωγής. Αν και προερχόταν από εβραϊκή οικογένεια, προσέγγισε κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του στον καθολικισμό, αλλά έμεινε πάντα αλληλέγγυος με την εβραϊκή… … Dictionary of Greek